αμαράζωτος

αμαράζωτος
-η, -ο [μαραζώνω]
1. (για καρπούς) αυτός που δεν μαραίνεται ή δεν μαράθηκε
2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν μαραζώνει, δεν στενοχωριέται ή δεν στενοχωρήθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμαράζωτος — η, ο αυτός που δε μαράζωσε, δε δοκίμασε μεγάλη στενοχώρια: Βαστιόταν καλά, γιατί ήταν άνθρωπος αμαράζωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”